Ως διδάσκουσα έχω περάσει σχεδόν απ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμιο, ΙΕΚ,ΚΕΕ) – μόνο σε νήπια δεν έχω διδάξει. Αλλά έχω διδάξει σε ΚΑΠΗ, εμπειρία μοναδική, και βαθύτατα ουσιαστική. Τι δίδασκα στο ΚΑΠΗ; Ιστορία θεάτρου και δραματολογία.
Ήταν πραγματικά συγκινητικό να βλέπεις όλα αυτά τα γερόντια μέρα μεσημέρι, έξω η Άνοιξη πολλές φορές με θερμοκρασίες καλοκαιριού, να ανθίστανται στον καιρό, να στριμώχνουν οικογενειακές υποχρεώσεις ή και να τις διαολοστέλνουν, αν χρειαζόταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που κάποιους τους «έπιασα» να λένε και ψέματα ∙ ο κύριος Νίκος, για παράδειγμα επίτροπος στην εκκλησία, που μια φορά λίγο πριν ξεκινήσει το μάθημα, χτύπησε το κινητό του κι εκείνος απάντησε «στην εκκλησία είμαι»! - κι αμέσως τα μάγουλά του βάφτηκαν ροζ για να κοκκινήσουν ευθύς μετά όταν κάποιες συμμαθήτριές του (οι πιο ζωηρές) έσπευσαν να πετάξουν ένα πείραγμα στο οποίο κάτι ψέλλισε (οι συμπεριφορές σε μια τάξη είναι λίγο πολύ οι ίδιες, ανεξαρτήτως ηλικίας τελικά).
Ποιος να ξέρει γιατί δεν ήθελε να πει που πραγματικά ήταν – ίσως απλά και μόνο επειδή ο συνομιλητής του δε θα κατανοούσε ποτέ την ανάγκη του να μορφωθεί «τώρα στα γεράματα».
Κι όλα αυτά τα «περνούσαν» οικειοθελώς γιατί επιτέλους μπορούσαν να μάθουν κάτι που τους ενδιέφερε και παράλληλα να μοιραστούν με άλλους το κοινό τους ενδιαφέρον: την αγάπη τους για τον πολιτισμό. Μεροκαματιάρηδες άλλοτε ήταν οι περισσότεροι, τότε χαμηλοσυνταξιούχοι και νυν… (πονάω όταν αναρωτιέμαι πώς να τα βγάζουν τώρα πέρα). Αλλά ήταν όλοι τους αξιοπρεπείς, περήφανοι άνθρωποι – με αυτή την αξιοπρέπεια και περηφάνια που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που μόχθησαν σκληρά για να πορευτούν στη ζωή τους, στηριζόμενοι μόνο στα δικά τους τα ποδάρια κι όχι στις πλάτες άλλων. Κι αν κάποτε έσκυψαν το κεφάλι ή έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν ήταν επειδή αλλιώς θα στερούσαν κυριολεκτικά το ψωμί από τα παιδιά τους – κι όχι το playstation, το δέκατο κατά σειρά πανωφόρι ή το γκλαμουράτο ιδιωτικό σχολείο, ή τη μεζονέτα στα βόρεια ή νότια προάστια.
Οι παρατηρήσεις τους κάθε φορά με εξέπλητταν: άνθρωποι που με το ζόρι είχαν τελειώσει το Δημοτικό και το έφεραν βαρέως, και ντρέπονταν γι’ αυτό (για παράδειγμα ο κύριος Μιχάλης πόσες φορές δεν μου ζήτησε συγγνώμη όταν ήθελε να πει κάτι) ∙ αλλά, μπορούσες να διακρίνεις οξύτητα πνεύματος, διάθεση για κριτική στάση απέναντι στη ζωή, όρεξη να διδαχθούν από τους νεότερους. Και φυσικά δεν ήταν λίγες οι φορές που κι οι ίδιοι θέλησαν να με νουθετήσουν, να με συμβουλέψουν ως μεγαλύτεροι. Κι αν καμιά φορά με έβλεπαν κουρασμένη ή μελαγχολική φρόντιζαν μαζί με τον καφέ μου να ζητήσουν κι ένα γλυκάκι ή συχνά άνοιγαν την αγκαλιά τους να με αγκαλιάσουν.
Τις σεβόμουν αφάνταστα αυτές τις γερόντισσες κι αυτούς του γέροντες στο ΚΑΠΗ εκείνο της Πετρούπολης. Όχι μόνο επειδή ήταν μεγάλοι σε ηλικία - είχα μόλις πρόσφατα καταλήξει να παραδεχτώ ότι ο σεβασμός δεν είναι αυτονόητος, κι ότι δεν πηγαίνει «πακέτο» με την ηλικία.
Αλλά επειδή ήταν αυτοί που ήταν κι επειδή με δίδαξαν, αυτά που θεωρούσα ότι αυτονόητα διδάσκουν οι μεγαλύτεροι στους μικρότερους: αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση, αξιοπρέπεια, ήθος και γενναιοδωρία.
Τους ευχαριστώ ειλικρινά. Και πιο πολύ ακόμη επειδή από εκείνους τους «αγράμματους» γέροντες και γερόντισσες εισέπραξα αυτό που θεωρούσα αυτονόητο ότι θα ίσχυε για τους «σοφούς γέροντες και γερόντισσες» που κατά καιρούς συνάντησα σε χώρους τέχνης και πνεύματος ∙ δηλαδή ανάλογη γενναιοδωρία και μέγεθος πνευματικό και ψυχικό.
Αλλά… μόνο εκεί σ’ εκείνο το ΚΑΠΗ συνάντησα πραγματικά «σοφούς». Οι «σοφοί» της χώρας μας εκεί βρίσκονται - μάταια τους αναζητούμε αλλού ∙ στα ΚΑΠΗ, μόνοι στα σπίτια τους, και τώρα ν’ αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα με μια ψωροσύνταξη, στεναχωρημένοι που δεν θα έχουν για μπουναμά στο εγγόνι.
Θλίβομαι που το λέω… αλλά δεν έχουμε άλλους σοφούς. Μας τέλειωσαν.
Αν θέλετε να δείτε τους πραγματικά «σοφούς» της χώρας αυτής… μην περιμένετε να τους βρείτε αλλού. Στη γειτονιά μας υπάρχει τουλάχιστον ένας… που τώρα τα βράδια μπορεί και να ψάχνει τα σκουπίδια…
όπως ένας γέρος γείτονας που πριν λίγα βράδια καθώς γύριζα αργά με το αυτοκίνητο τον «έπιασα» να ψάχνει στα σκουπίδια… όταν κατάλαβε ότι το αυτοκίνητο ήταν της γειτονιάς απομακρύνθηκε. Και μόνο όταν είδε πως μπήκα στο σπίτι, ξαναβγήκε και με διακριτικότητα, πάντα με διακριτικότητα κι αξιοπρέπεια πήγε και πάλι στα σκουπίδια. Κι εγώ τον παρακολουθούσα κρυφά και να ντρέπομαι, να ντρέπομαι και να παρακολουθώ κρυφά, να μην πιστεύω αυτό που βλέπω, να κοιτάζω ανήμπορη, σα μαγεμένη το θέαμα… ένας γέροντας να ψάχνει τα σκουπίδια στη μέση της νύχτας για να μην τον πάρει η είδηση η γειτονιά… πόση ανάγκη, απελπισία μαζί με αξιοπρέπεια κρύβει αυτή η πράξη…
Κι οι άλλοι οι σοφοί του έθνους να ζητάνε κι άλλα λεφτά, κι οι άλλοι οι σοφοί των γραμμάτων να ζητάνε κι άλλη δόξα, κι οι άλλοι οι σοφοί των τεχνών να ζητάνε κι άλλη αναγνώριση κι όλοι μαζί αυτοί οι "σοφοί" να ζητάνε να ρουφήξουν κι άλλο αίμα από τις επόμενες γενιές θρηνώντας για τα μεγαλεία τους που χάθηκαν και πια δε θα έχουν τώρα στο τέλος της ζωής τους.
Αυτοί όμως δεν είναι σοφοί… για θλιβερά βαμπίρ τα λογαριάζω εγώ…
Μόνο τους "άλλους" γέροντες και γερόντισσες θεωρώ εγώ σοφούς και τους υπολογίζω...
Σ' αυτούς και μόνο οφείλω μέγα σεβασμό.
Αγγελική Δαρλάση
Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
"Να σου δανείσω το παιδί μου;"
Εχθές το απογευματάκι θέλησα να προσποιηθώ ότι όλα ήταν όπως παλιά... σεργιάνισα με αργούς ρυθμούς στους αγαπημένους δρόμους των Εξαρχείων εκεί γύρω από την Ασκληπιού, μπήκα σε βιβλιοπωλεία, χάζεψα βιβλία, μάλιστα αγόρασα και 3!, συνέχισα τη βόλτα μου μέχρι τα Προπύλαια (τίποτα όπως πριν, αλλά εγώ επέμενα να μην κοιτάζω συνέχιζα να προσποιούμαι μια παλιά μου ζωή, πιο ανέμελη)
Έκατσα σ' ένα από τα τοιχάκια της Κοραή για τσιγάρο. Ο ήλιος βοηθούσε να “ξεγελαστείς”.
2-3 μου ζήτησαν τσιγάρο, 2-3 άλλοι ψιλά κι ένας φίλος από τα παλιά, καλή του ώρα, που τυχαία περνούσε από κει, μου ζήτησε... ελπίδα.
- Τι λες; θα τα καταφέρουμε;
- Να καταφέρουμε τι;
- Να ξαναχαμογελάσουμε; Όπως παλιά...Αληθινά.
Κι εγώ τον κοιτούσα προσπαθώντας να μην καταρρεύσω στη μέση μιας πλατείας.
(Ήμουν όλη μέρα νηστική - ακόμη έχω να φάω, δόξα τω θεώ... αλλά δεν ήταν από την πείνα. Όμως κάποιοι δίπλα μας σίγουρα έχουν αρχίσει να πεινάνε αναγκαστικά. Αν κοιτάξεις χωρίς να προσποιείσαι, τους βλέπεις).
Κοιτούσα το φίλο και δεν έλεγα τίποτε...
Τι να πω;
Ο ένας βιβλιοπώλης τα είχε με τις συντεχνίες, ο άλλος με τους πολιτικούς, ο περιπτεράς με τους κουκουλοφόρους, μια ψιλικατζού με τους μπάτσους, ο φίλος μου με τους δημοσίους υπαλλήλους κι εγώ με τον εαυτό μου που τόσα χρόνια επέτρεπα με ευγένεια κι υπομονή σε μεγαλύτερους που έπρεπε να σεβαστώ, σε ανθρώπους από τζάκια, από κόμματα, σε ανθρώπους με καλά "κονέ" και δημόσιες σχέσεις, να με κάνουν πέρα -ίσως τώρα να είχα μια “καλή” δουλειά και να μην ανησυχούσα τόσο...
Όλοι μπορούμε να δούμε κάποιον εχθρό στο πρόσωπο του άλλου... κάποιοι μιλάνε για έναν "νέο εμφύλιο" (ποιοι με ποιους, όλοι με όλους, ο καθείς με τον εαυτό του;).
Μπήκα στο μετρό... και κει τα ίδια πρόσωπα: ανήσυχα, βουβά...
Να συνεχίσω την προσπάθεια να προσποιούμαι;
Άνοιξα ένα από τα βιβλία που είχα αγοράσει... για λίγο ξεχάστηκα, αλλά μετά νάτη πάλι εκείνη η απόγνωση, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός ηλικιωμένου που με κοίταξε και τα μάτια του ήταν υγρά...
Δεν μπορούμε εύκολα να ξεχαστούμε πια όταν η πραγματικότητα μας χτυπάει την πόρτα... εδώ και καιρό, χρόνια...
απλά είχαμε επιλέξει κι ακόμη επιλέγουμε “την κουφαμάρα” με την ελπίδα, η πραγματικότητα, να μας προσπεράσει και να πάει να χτυπήσει την πόρτα αλλουνού. Αλλά ακόμη κι αν πάει... στην πόρτα κάποιου άλλου, η πραγματικότητα είναι πια έξω από τις πόρτες, τα σπίτια όλων μας... Είναι εδώ και κυκλοφορεί πεισματικά στις γειτονιές μας, στις πόλεις μας.
Γύρισα σπίτι. Οι δυο μου γιοι έτρεξαν στην αγκαλιά μου και μου χαμογέλασαν και μόνο τότε μπόρεσα να χαμογελάσω - αν και ήθελα να κλάψω, να ξεσπάσω.
Δεν έκλαψα. Φόρεσα το πιο ειλικρινές μου χαμόγελο κι ανταπέδωσα το χαμόγελό τους.
Ναι καλέ μου φίλε... θα ξαναχαμογελάσουμε αληθινά... μόλις καταφέρουμε να κοιτάξουμε με ειλικρίνεια και θάρρος ένα παιδί, όποιο παιδί - ακόμη κι αν δεν είναι το δικό μας- βαθιά στα μάτια. Μόνο εκεί θα βρούμε ελπίδα. Ακόμη ευτυχώς υπάρχει όλη η ελπίδα του κόσμου αποθηκευμένη στα μάτια ενός παιδιού.
Κι έπειτα ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη μας: θα δούμε έναν άλλο εαυτό, με περισσότερο κουράγιο, αγωνιστικότητα, αντοχή... κάπως έτσι πορεύτηκαν οι άνθρωποι... Πάντα δύσκολοι ήταν οι καιροί... ακόμη κι αν δεν θέλαμε να τους αναγνωρίσουμε, και προσποιούμασταν και τους ντύναμε με το μανδύα της ευδαιμονίας...
υπάρχει λόγος να χαμογελάμε... γιατί το μέλλον είναι εδώ στις παιδικές χαρές και παίζει αμέριμνο, φωνάζει 'πιάσε με, αν μπορείς", τραγουδάει "ήταν ένα μικρό καράβι" κι έρχεται και σου λέει θες να παίξουμε κρυφτό;
Το να παίζεις κρυφτό με το μέλλον σε μια παιδική χαρά είναι πράξη λυτρωτική. Το να παίζουμε κρυφτό με τους εαυτούς μας είναι παραίτηση. Εγώ από τα δύο προτιμώ τη λύτρωση. Ισως ως γονιός να μην έχω, το ξέρω, κι άλλη επιλογή.
Σου "δανείζω το παιδί μου", φίλε, να παίξεις κρυφτό με το μέλλον σου, μας... όταν φωνάξεις "σε βρήκα" θα μπορείς να χαμογελάσεις πάλι, αληθινά... κι έτσι μαζί πια θα ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να προσποιούμαστε φορώντας παλιές ζωές, άλλες καθημερινότητες.
Η πόλη, η χώρα των νεανικών μας χρόνων δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η πόλη κι η χώρα του μέλλοντος. Κι αν δεν αποφασίσουμε να βάλουμε με όποιο τρόπο μπορούμε καλύτερα το λιθαράκι μας, το μέλλον θα μας τσακίσει χωρίς κανένα οίκτο, - φορώντας την εικόνα που του δώσαμε να φορέσει, εκεί που κανονικά θα ήταν, το πρόσωπο των παιδιών μας.
Αλλιώς θα μας δώσει πίσω το χαμόγελό μας... έστω κι αν είμαστε ηλικιωμένοι τότε...
Τουλάχιστον θα είμαστε ηλικιωμένοι οι οποίοι θα μπορούμε να χαμογελάμε,αληθινά, βαθιά, ικανοποιημένοι, περήφανοι για το αξιοπρεπές μέλλον, αντί να περιφερόμαστε ως γέρικα φαντάσματα μιας πάλαι ποτέ γκλαμουράτης ζωής.
Εχθές το απογευματάκι θέλησα να προσποιηθώ ότι όλα ήταν όπως παλιά... σεργιάνισα με αργούς ρυθμούς στους αγαπημένους δρόμους των Εξαρχείων εκεί γύρω από την Ασκληπιού, μπήκα σε βιβλιοπωλεία, χάζεψα βιβλία, μάλιστα αγόρασα και 3!, συνέχισα τη βόλτα μου μέχρι τα Προπύλαια (τίποτα όπως πριν, αλλά εγώ επέμενα να μην κοιτάζω συνέχιζα να προσποιούμαι μια παλιά μου ζωή, πιο ανέμελη)
Έκατσα σ' ένα από τα τοιχάκια της Κοραή για τσιγάρο. Ο ήλιος βοηθούσε να “ξεγελαστείς”.
2-3 μου ζήτησαν τσιγάρο, 2-3 άλλοι ψιλά κι ένας φίλος από τα παλιά, καλή του ώρα, που τυχαία περνούσε από κει, μου ζήτησε... ελπίδα.
- Τι λες; θα τα καταφέρουμε;
- Να καταφέρουμε τι;
- Να ξαναχαμογελάσουμε; Όπως παλιά...Αληθινά.
Κι εγώ τον κοιτούσα προσπαθώντας να μην καταρρεύσω στη μέση μιας πλατείας.
(Ήμουν όλη μέρα νηστική - ακόμη έχω να φάω, δόξα τω θεώ... αλλά δεν ήταν από την πείνα. Όμως κάποιοι δίπλα μας σίγουρα έχουν αρχίσει να πεινάνε αναγκαστικά. Αν κοιτάξεις χωρίς να προσποιείσαι, τους βλέπεις).
Κοιτούσα το φίλο και δεν έλεγα τίποτε...
Τι να πω;
Ο ένας βιβλιοπώλης τα είχε με τις συντεχνίες, ο άλλος με τους πολιτικούς, ο περιπτεράς με τους κουκουλοφόρους, μια ψιλικατζού με τους μπάτσους, ο φίλος μου με τους δημοσίους υπαλλήλους κι εγώ με τον εαυτό μου που τόσα χρόνια επέτρεπα με ευγένεια κι υπομονή σε μεγαλύτερους που έπρεπε να σεβαστώ, σε ανθρώπους από τζάκια, από κόμματα, σε ανθρώπους με καλά "κονέ" και δημόσιες σχέσεις, να με κάνουν πέρα -ίσως τώρα να είχα μια “καλή” δουλειά και να μην ανησυχούσα τόσο...
Όλοι μπορούμε να δούμε κάποιον εχθρό στο πρόσωπο του άλλου... κάποιοι μιλάνε για έναν "νέο εμφύλιο" (ποιοι με ποιους, όλοι με όλους, ο καθείς με τον εαυτό του;).
Μπήκα στο μετρό... και κει τα ίδια πρόσωπα: ανήσυχα, βουβά...
Να συνεχίσω την προσπάθεια να προσποιούμαι;
Άνοιξα ένα από τα βιβλία που είχα αγοράσει... για λίγο ξεχάστηκα, αλλά μετά νάτη πάλι εκείνη η απόγνωση, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός ηλικιωμένου που με κοίταξε και τα μάτια του ήταν υγρά...
Δεν μπορούμε εύκολα να ξεχαστούμε πια όταν η πραγματικότητα μας χτυπάει την πόρτα... εδώ και καιρό, χρόνια...
απλά είχαμε επιλέξει κι ακόμη επιλέγουμε “την κουφαμάρα” με την ελπίδα, η πραγματικότητα, να μας προσπεράσει και να πάει να χτυπήσει την πόρτα αλλουνού. Αλλά ακόμη κι αν πάει... στην πόρτα κάποιου άλλου, η πραγματικότητα είναι πια έξω από τις πόρτες, τα σπίτια όλων μας... Είναι εδώ και κυκλοφορεί πεισματικά στις γειτονιές μας, στις πόλεις μας.
Γύρισα σπίτι. Οι δυο μου γιοι έτρεξαν στην αγκαλιά μου και μου χαμογέλασαν και μόνο τότε μπόρεσα να χαμογελάσω - αν και ήθελα να κλάψω, να ξεσπάσω.
Δεν έκλαψα. Φόρεσα το πιο ειλικρινές μου χαμόγελο κι ανταπέδωσα το χαμόγελό τους.
Ναι καλέ μου φίλε... θα ξαναχαμογελάσουμε αληθινά... μόλις καταφέρουμε να κοιτάξουμε με ειλικρίνεια και θάρρος ένα παιδί, όποιο παιδί - ακόμη κι αν δεν είναι το δικό μας- βαθιά στα μάτια. Μόνο εκεί θα βρούμε ελπίδα. Ακόμη ευτυχώς υπάρχει όλη η ελπίδα του κόσμου αποθηκευμένη στα μάτια ενός παιδιού.
Κι έπειτα ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη μας: θα δούμε έναν άλλο εαυτό, με περισσότερο κουράγιο, αγωνιστικότητα, αντοχή... κάπως έτσι πορεύτηκαν οι άνθρωποι... Πάντα δύσκολοι ήταν οι καιροί... ακόμη κι αν δεν θέλαμε να τους αναγνωρίσουμε, και προσποιούμασταν και τους ντύναμε με το μανδύα της ευδαιμονίας...
υπάρχει λόγος να χαμογελάμε... γιατί το μέλλον είναι εδώ στις παιδικές χαρές και παίζει αμέριμνο, φωνάζει 'πιάσε με, αν μπορείς", τραγουδάει "ήταν ένα μικρό καράβι" κι έρχεται και σου λέει θες να παίξουμε κρυφτό;
Το να παίζεις κρυφτό με το μέλλον σε μια παιδική χαρά είναι πράξη λυτρωτική. Το να παίζουμε κρυφτό με τους εαυτούς μας είναι παραίτηση. Εγώ από τα δύο προτιμώ τη λύτρωση. Ισως ως γονιός να μην έχω, το ξέρω, κι άλλη επιλογή.
Σου "δανείζω το παιδί μου", φίλε, να παίξεις κρυφτό με το μέλλον σου, μας... όταν φωνάξεις "σε βρήκα" θα μπορείς να χαμογελάσεις πάλι, αληθινά... κι έτσι μαζί πια θα ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να προσποιούμαστε φορώντας παλιές ζωές, άλλες καθημερινότητες.
Η πόλη, η χώρα των νεανικών μας χρόνων δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η πόλη κι η χώρα του μέλλοντος. Κι αν δεν αποφασίσουμε να βάλουμε με όποιο τρόπο μπορούμε καλύτερα το λιθαράκι μας, το μέλλον θα μας τσακίσει χωρίς κανένα οίκτο, - φορώντας την εικόνα που του δώσαμε να φορέσει, εκεί που κανονικά θα ήταν, το πρόσωπο των παιδιών μας.
Αλλιώς θα μας δώσει πίσω το χαμόγελό μας... έστω κι αν είμαστε ηλικιωμένοι τότε...
Τουλάχιστον θα είμαστε ηλικιωμένοι οι οποίοι θα μπορούμε να χαμογελάμε,αληθινά, βαθιά, ικανοποιημένοι, περήφανοι για το αξιοπρεπές μέλλον, αντί να περιφερόμαστε ως γέρικα φαντάσματα μιας πάλαι ποτέ γκλαμουράτης ζωής.
Τρίτη 28 Ιουνίου 2011
Χάριν γνωριμίας
- Πες κάτι...
- Τι θες ν’ ακούσεις;
- Δεν ξέρω. Ό, τι νομίζεις.
- Αν μπορούσα να ονειρευτώ θα σου διηγιόμουν ένα όνειρο που να μιλάει για δικαιοσύνη και κατανόηση...
- Βίκτωρ, μην αρχίζεις πάλι, εγώ δεν..
- Αλλά η ικανότητα να ονειρεύεσαι είναι ένα δώρο που χαρίστηκε σε σένα. Ένα σπάνιο δώρο αγάπης.
- Αγάπης;
- Ναι• αγάπης και μοναδικής δύναμης. Κι αφού δεν μπορώ να σου μιλήσω για τα όνειρά μου θα σου μιλήσω για το μόνο που ξέρω. Για τον πόνο. Για τον πόνο της απόρριψης, της εγκατάλειψης, της απομόνωσης. Για τον πόνο μιας ιδιαιτερότητας που σε σημαδεύει για όλη σου τη ζωή. Δεν είναι εύκολο πολλές φορές να τον αποδεχτείς αυτόν τον πόνο. Εσύ θες να τον διώξεις κι εκείνος επανέρχεται αλύπητα. Κλείνεις τα μάτια, σφίγγεις τα δόντια παίρνεις τον πόνο σαν μια μεγάλη πέτρα στην πλάτη σου και κάνεις κουράγιο... Για να προχωρήσεις.
Πρέπει να προχωρήσεις.
Μόνο έτσι αξίζει άλλωστε να ζεις. Μόνο για να προχωράς στο δικό σου μοναχικό μονοπάτι. Κάθε βήμα σε κάνει να ξεχνάς τον πόνο κι αν μπορέσεις απαλλάσσεσαι από αυτόν, προχωράς και τον αφήνεις πίσω σου. Συχνά όμως εγκλωβίζεσαι. Κάνεις κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο κι όλες οι πέτρες-πόνοι που νομίζεις ότι είχες ξεχάσει, βρίσκονται γύρω σου, η μια πάνω στην άλλη, σχηματίζοντας ένα κυκλικό τείχος που κάποτε σε παγιδεύει και κάποτε σε προστατεύει. Μπορεί και να το συνηθίσεις αυτό το τείχος. Να μην θέλεις να βγεις από εκεί. Να θες να μείνεις για πάντα προστατευμένος από τη συνήθεια των πόνων που με τον καιρό τους έχεις αντέξει, τους έχεις συνηθίσει. Κάθε τι καινούριο όμως, μπορεί να μεταμορφωθεί σ’ έναν καινούριο πόνο που φοβάσαι ότι μπορεί και να μην τον αντέξεις. Δεν ξέρεις αν θα αντέξεις να ξαναπονέσεις.
Μιλούσε ήρεμα αν και η φωνή του έτρεμε λιγάκι.
- Ο φόβος να μην ξαναπονέσεις σε μεταμορφώνει. Σε κάνει σκληρό και πολύ συχνά άδικο.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου Ονειροφύλακες.
- Τι θες ν’ ακούσεις;
- Δεν ξέρω. Ό, τι νομίζεις.
- Αν μπορούσα να ονειρευτώ θα σου διηγιόμουν ένα όνειρο που να μιλάει για δικαιοσύνη και κατανόηση...
- Βίκτωρ, μην αρχίζεις πάλι, εγώ δεν..
- Αλλά η ικανότητα να ονειρεύεσαι είναι ένα δώρο που χαρίστηκε σε σένα. Ένα σπάνιο δώρο αγάπης.
- Αγάπης;
- Ναι• αγάπης και μοναδικής δύναμης. Κι αφού δεν μπορώ να σου μιλήσω για τα όνειρά μου θα σου μιλήσω για το μόνο που ξέρω. Για τον πόνο. Για τον πόνο της απόρριψης, της εγκατάλειψης, της απομόνωσης. Για τον πόνο μιας ιδιαιτερότητας που σε σημαδεύει για όλη σου τη ζωή. Δεν είναι εύκολο πολλές φορές να τον αποδεχτείς αυτόν τον πόνο. Εσύ θες να τον διώξεις κι εκείνος επανέρχεται αλύπητα. Κλείνεις τα μάτια, σφίγγεις τα δόντια παίρνεις τον πόνο σαν μια μεγάλη πέτρα στην πλάτη σου και κάνεις κουράγιο... Για να προχωρήσεις.
Πρέπει να προχωρήσεις.
Μόνο έτσι αξίζει άλλωστε να ζεις. Μόνο για να προχωράς στο δικό σου μοναχικό μονοπάτι. Κάθε βήμα σε κάνει να ξεχνάς τον πόνο κι αν μπορέσεις απαλλάσσεσαι από αυτόν, προχωράς και τον αφήνεις πίσω σου. Συχνά όμως εγκλωβίζεσαι. Κάνεις κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο κι όλες οι πέτρες-πόνοι που νομίζεις ότι είχες ξεχάσει, βρίσκονται γύρω σου, η μια πάνω στην άλλη, σχηματίζοντας ένα κυκλικό τείχος που κάποτε σε παγιδεύει και κάποτε σε προστατεύει. Μπορεί και να το συνηθίσεις αυτό το τείχος. Να μην θέλεις να βγεις από εκεί. Να θες να μείνεις για πάντα προστατευμένος από τη συνήθεια των πόνων που με τον καιρό τους έχεις αντέξει, τους έχεις συνηθίσει. Κάθε τι καινούριο όμως, μπορεί να μεταμορφωθεί σ’ έναν καινούριο πόνο που φοβάσαι ότι μπορεί και να μην τον αντέξεις. Δεν ξέρεις αν θα αντέξεις να ξαναπονέσεις.
Μιλούσε ήρεμα αν και η φωνή του έτρεμε λιγάκι.
- Ο φόβος να μην ξαναπονέσεις σε μεταμορφώνει. Σε κάνει σκληρό και πολύ συχνά άδικο.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου Ονειροφύλακες.
Κάτι σαν editorial
Γιατί άραγε να ανοίξω κι εγώ ένα blog; Μόνο και μόνο επειδή μπορώ; Η λογική αυτή δεν μου ταίριαζε. Προτιμούσα να διαβάζω blogs, ως φιλαναγνώστις τι μεγαλύτη ηδονή από αυτή θα μπορούσα να βρω άλλωστε; Και προτιμούσα να μαστορεύω, ως μαστοράντζα, τα μυθιστορήματά μου, τα θεατρικά μου έργα κλπ. Εδώ και κάποιο καιρό τα πράγματα άλλαξαν πολύ και για μένα... έχω την ανάγκη να μιλάω, αλλιώς θα "σκάσω". Δεν αρκούμαι πια μόνο στη συγγραφή των "έντεχνων", ας τα ονομάσω έτσι, κειμένων μου - έχω την ανάγκη ενός πιο άμεσου γραπτού λόγου και μιας πιο άμεσης γραπτής επικοινωνίας. Κι επίσης μιας έμπρακτης δράσης.
Κι έτσι να' μαι κι εγώ στην μπλογκόσφαιρα.
Επειδή μεγαλώνοντας κατάλαβα πως όλα όσα ζούμε σημαίνουν ανάλογα με το πόσο εμείς τους επιτρέπουμε και θέλουμε να σημαίνουν...
Επειδή τα λόγια μα(ά)ς ταξιδεύουν - και η ομορφιά κι η ουσία του ταξιδιού, ανέκαθεν για μένα, βρίσκεται στο να γνωρίζεις νέους τόπους και νέους ανθρώπους δηλαδή άγνωστους ως τη δεδομένη στιγμή - ακόμη κι αν αυτό συχνά "φοβίζει".
Επειδή στην καθημερινότητά μου συχνά αισθάνομαι την ανάγκη να ουρλιάζω και συνειδητοποιώντας την ανημποριά μου, συχνά σωπαίνω...
Επειδή ως βάλσαμο υπάρχει η συγγραφή, ελπίζοντας πως μ' αυτό τον τρόπο η ανημποριά μου να μετουσιώνεται σε δράση...
Καλώς σας βρίσκω, λοιπόν.
Κι έτσι να' μαι κι εγώ στην μπλογκόσφαιρα.
Επειδή μεγαλώνοντας κατάλαβα πως όλα όσα ζούμε σημαίνουν ανάλογα με το πόσο εμείς τους επιτρέπουμε και θέλουμε να σημαίνουν...
Επειδή τα λόγια μα(ά)ς ταξιδεύουν - και η ομορφιά κι η ουσία του ταξιδιού, ανέκαθεν για μένα, βρίσκεται στο να γνωρίζεις νέους τόπους και νέους ανθρώπους δηλαδή άγνωστους ως τη δεδομένη στιγμή - ακόμη κι αν αυτό συχνά "φοβίζει".
Επειδή στην καθημερινότητά μου συχνά αισθάνομαι την ανάγκη να ουρλιάζω και συνειδητοποιώντας την ανημποριά μου, συχνά σωπαίνω...
Επειδή ως βάλσαμο υπάρχει η συγγραφή, ελπίζοντας πως μ' αυτό τον τρόπο η ανημποριά μου να μετουσιώνεται σε δράση...
Καλώς σας βρίσκω, λοιπόν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)